- ἀναπεπλασμένον
- ἀναπλάσσωform anewperf part mp masc acc sgἀναπλάσσωform anewperf part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαιπτύηρον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀναπεπλασμένον, ἰσχυρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει πιθ. το επιτατικό προθεματικό μόριο λαι (βλ. λα ), είναι όμως άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
πυηρόν — Α (κατά τον Θεόγνωστ.) «ἀναπεπλασμένον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντιπροσωπεύει, πιθανότατα, τη σωστή ανάγνωση τού τ. πυήρ, ενώ σωστή ερμηνεία τής λ. πρέπει να θεωρηθεί το «ἀναπεπλησμένον», που παραδίδεται ως ερμήνευμα τού τ. πυήρ. Οι τ. παράγονται από τη… … Dictionary of Greek